- νηματουργείο(ν)
- το прядильная фабрика; прядильня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νηματουργείο — το εργοστάσιο κατασκευής νημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηματουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
νηματουργείο — το εργοστάσιο κατασκευής νημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαμβακοκλωστήριο — το κλωστήριο, νηματουργείο βάμβακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ( άκι) + κλωστήριο. Η λ., στον λόγιο τ. βαμβακοκλωστήριον, μαρτυρείται από το 1887] … Dictionary of Greek
λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου … Dictionary of Greek
νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… … Dictionary of Greek
Κάρνεγκι, Άντριου — (Andrew Carnegie, 1835 – Λένοξ, Μασαχουσέτη 1919). Αμερικανικός βιομήχανος και φιλάνθρωπος, σκοτσέζικης καταγωγής. Γιος Σκοτσέζου μετανάστη, δούλεψε στις ΗΠΑ πρώτα ως εργάτης σε νηματουργείο και ύστερα ως ιδιαίτερος γραμματέας του Τόμας Σκοτ… … Dictionary of Greek
κλωστήριο — το νηματουργείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)